- μειρακικός
- μειρακικός, knabenhaft
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μειρακικός — μειρακικός, ή, όν (Α) [μείραξ] ο νεανικός … Dictionary of Greek
μείραξ — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Δεκεμβρίου. * * * ο (ΑM μεῑραξ, ακος) μειράκιο, νεαρός, παλικαράκι, έφηβος αρχ. 1. κορίτσι, κοπέλα 2. (για άνδρα) γυναικωτός, κίναιδος, θηλυπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής αρχαίας… … Dictionary of Greek